γευθμός
From LSJ
Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid
English (LSJ)
ὁ, = γεῦσις, Nic.Al.399.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ gusto, sabor Nic.Al.399.
German (Pape)
[Seite 487] ὁ, das Kosten, Geschmack, Nic. Al. 398; ἰχθυόεις 468.
Greek (Liddell-Scott)
γευθμός: ὁ, =γεῦσις, Νίκ. Ἀλ. 399.
Greek Monolingual
γευθμός, ο (Α)
η γεύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεύομαι + (επίθημα) -θμός (πρβλ. βαθμός, κλαυθμός, μηνιθμός.