γλύκων
From LSJ
English (LSJ)
ωνος, ὁ, sweet one: ὦ γλύκων you dear sílly creature! Ar. Ec.985.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
dulce amigo en sent. irón., Ar.Ec.985
• def. como εὐήθης Hsch., EM 235.6G., Phot.γ 155.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλύκων -ωνος, ὁ γλυκύς alleen in vocat. lieve schat. Aristoph. Eccl. 985 (iron.).
German (Pape)
ὦ, als Schmeichelwort, wie ὦ γλυκύτατε, Ar. Eccl. 985.
Russian (Dvoretsky)
γλύκων: (ῠ) ὁ милый друг (только voc. ὦ γ. Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
γλύκων: ὁ, ὁ γλυκύς, ὦ γλύκων, ὡς τὸ ὦ γλυκύτατε (γλυκὺς I. 2), προσφώνησις οἰκειότητος περιλαμβάνουσα καὶ τὴν ἔννοιαν ὅτι ὁ καλούμενος φίλος εἶναι εὐήθης, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 985.
Greek Monolingual
γλύκων, ο (Α)
ειρων. απονήρευτος, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς. Η λ. μαρτυρείται και ως κύριο όνομα Γλύκων (πρβλ. πλατύς- Πλάτων), απ' όπου προήλθε και το επίθ. γλυκώνειος].