γοργόομαι
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
English (LSJ)
Pass., to be spirited, of a horse, X.Eq.10.4.
Spanish (DGE)
mostrarse fogoso un caballo, X.Eq.10.4.
German (Pape)
[Seite 502] wild, unbändig werden, vom Pferde, das sich bäumt, Xen. de re equ. 10, 4.
Russian (Dvoretsky)
γοργόομαι: бить копытами, становиться на дыбы Xen.
Greek (Liddell-Scott)
γοργόομαι: παθ., γίνομαι θερμὸς ἤ ὀξύς, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 4.
Greek Monotonic
γοργόομαι: Παθ., αφηνιάζω ή γίνομαι θερμός, οξύς, λέγεται για το άλογο, σε Ξεν.