γρόσι

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

το
1. νόμισμα της Τουρκίας και της Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 της τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες
2. πληθ. τα γρόσ(ι) α
χρήματα
3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» — μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα
β) «κάθε ευχή που του ζητάς, γρόσια θέλει κι ο παπάς» — τίποτε δεν παρέχεται δωρεάν
γ) «πού 'χει τα πολλά τα γρόσια, θέλει πάντα κι άλλα τόσα» — όσο περισσότερα χρήματα έχει κανείς, τόσο περισσότερα επιθυμεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) grosso (μσν. λατ.) grossus «αδρός, πυκνός», επίθετο που χαρακτήριζε το ουσιαστικό denarius «δηνάριο»].