γρόσι
From LSJ
Greek Monolingual
το
1. νόμισμα της Τουρκίας και της Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 της τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες
2. πληθ. τα γρόσ(ι) α
χρήματα
3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» — μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα
β) «κάθε ευχή που του ζητάς, γρόσια θέλει κι ο παπάς» — τίποτε δεν παρέχεται δωρεάν
γ) «πού 'χει τα πολλά τα γρόσια, θέλει πάντα κι άλλα τόσα» — όσο περισσότερα χρήματα έχει κανείς, τόσο περισσότερα επιθυμεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) grosso (μσν. λατ.) grossus «αδρός, πυκνός», επίθετο που χαρακτήριζε το ουσιαστικό denarius «δηνάριο»].