δαιμονιακός

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δαιμονιακός Medium diacritics: δαιμονιακός Low diacritics: δαιμονιακός Capitals: ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΣ
Transliteration A: daimoniakós Transliteration B: daimoniakos Transliteration C: daimoniakos Beta Code: daimoniako/s

English (LSJ)

= δαιμονικός, PMag.Osl.1.143 (-ων-).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 poseído por un demon, poseso τρόπος Eus.PE 4.15.8, cf. Tert.Orat.29, Firm.3.5.32.
2 demoníaco, del demonio, potestates Aug.Epist.149.26
subst. τὸ δ. el mundo demoníaco τὰ δεσμά τοῦ ... δαιμονιακοῦ PMag.36.143.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δαιμονιακός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλείται από τον δαίμονα
νεοελλ.
1. ο σχετικός με τους δαίμονες, ο αναφερόμενος σ' αυτούς («πρόληψη δαιμονιακή»).
2. ο δαιμόνιος, ο ευφυής
3. (για πρόσωπα και καταστάσεις) ο κακός, ο εμπαθής, ο μανιώδης
4. το ουδ. ως ουσ. ο δαίμονας
αρχ.-μσν.
δαιμονικός.

Léxico de magia

-όν propio de los démones ἡ γὰρ Ἶσις ... διαρρήσεται αὐτοῦ τὰ δεσμὰ τοῦ τε δαιμονιακοῦ pues Isis rompe en pedazos sus cadenas (las del cosmos) y las del (mundo) de los démones P XXXVI 143