δασοδίαιτος

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο δασόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + δίαιτος < διαιτώμαι «ζω με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» ή < δίαιτα (πρβλ. λιτοδίαιτος, ολιγοδίαιτος). Η λ. μαρτυρείται στον Σκαρλάτο Βυζάντιο].