δελτοποιός

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτοποιός Medium diacritics: δελτοποιός Low diacritics: δελτοποιός Capitals: ΔΕΛΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deltopoiós Transliteration B: deltopoios Transliteration C: deltopoios Beta Code: deltopoio/s

English (LSJ)

tabellarius, Glossaria.

Spanish (DGE)

tabellarius, Gloss.2.267.

Greek Monolingual

δελτοποιός, ο (Α)
όποιος κατασκευάζει δέλτους ή πίνακες για γράψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + -ποιος < ποιώ].