δελφινοφόρος
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
δελφινοφόρον,
A bearing dolphins, A.Fr.150.
II carrying δελφῖνες ΙΙ, κεραῖαι δελφινοφόροι Th.7.41, cf. Pherecr.12.
Spanish (DGE)
(δελφῑνοφόρος) -ον
náut. guarnecido con delfines de plomo κεραῖαι ... δελφινοφόροι = vergas guarnecidas con pesas de forma de delfines para hundir al barco enemigo, Th.7.41, cf. Pherecr.12, ναῦς Poll.1.85.
German (Pape)
[Seite 544] 1) Delphine tragend, πόντου πεδίον Aesch. frg. 140. – 2) κεραία, die Segelstange mit dem Delphis 2), Thuc. 7, 41; vgl. Pherecr. bei Schol. Ar. Equ. 759.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
muni d'un dauphin de plomb ou de fer.
Étymologie: δελφίς, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δελφινοφόρος -ον [δελφίς, φέρω] dolfijnen (het oorlogswerktuig, zie onder δελφίς, marit.) dragend.
Russian (Dvoretsky)
δελφῑνοφόρος:
1 несущий в себе дельфинов, т. е. в котором водятся дельфины (πόντου πεδίον Aesch.);
2 с металлическим (см. δελφίς
2 дельфином (κεραία Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
δελφῑνοφόρος: -ον, ὁ φέρων δελφῖνας, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. δελφὶς ΙΙ.
Greek Monolingual
δελφινοφόρος, -ον (Α)
φρ. «κεραῖαι δελφινοφόροι» — δοκοί με τροχαλίες για την εκτόξευση δελφίνων εναντίον του εχθρού.
Lexicon Thucydideum
delphinum, dolphin (pondus seu machinam weight or engine) ferens, bearing, producing, 7.41.2.