δενδρολάχανα
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
[λᾰ], τά, tall-growing potherbs, etc., Thphr. HP 1.3.4.
Spanish (DGE)
-ων, τά
hortalizas que alcanzan gran tamaño λαχανωδῶν ἔνια ... οἷον δένδρου φύσιν ἔχοντα ... καλοῦσί τινες τὰ τοιαῦτα δενδρολάχανα Thphr.HP 1.3.4.
German (Pape)
[Seite 546] τά, baumartige, hochschießende Gemüse, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
δενδρολάχανα: τά, μεγάλως αὐξανόμενα λάχανα, κ.τ.τ., Θεόφρ. Ἱ.Φ.1. 3,4.
Greek Monolingual
δενδρολάχανα, τα (Α)
λάχανα με μεγάλο ύψος.