δεντρούλι

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

το
μικρό δέντρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέντρο + ουλι (πρβλ. κομματούλι, σακούλι)].