διάπασμα
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
English (LSJ)
-ατος, τό, (διαπάσσω) scented powder to sprinkle over the person, Dsc.1.7, Antyll. ap. Orib.10.31.1: freq. in plural, Thphr. De Odoribus 8, Plu.2.990c, Plin.HN13.19, Luc.Am.39.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
frec. plu. polvos de utilización en cosmética, con componentes aromáticos, Thphr.Od.8, 57, 67, Plu.2.990b, αἱ ... τῶν διαπασμάτων συνθέσεις τὸν ἀηδῆ τοῦ προσώπου χρῶτα φαιδρύνουσιν Luc.Am.39, cf. Clem.Al.Paed.2.65.2, Antyll. en Orib.10.31.1, Mart.1.87, Plin.HN 13.19, διαπάσματα ἀμβλυντικὰ δυσωδίας Gal.17(2).152, utilizados tras el ejercicio gimnástico por sus efectos desecantes, Plu.2.624e, en sg., Dsc.1.7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
poudre pour le visage ou la peau.
Étymologie: διαπάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπασμα -ατος, τό [διαπάσσω] poeder.
German (Pape)
τό, das Streupulver; Theophr.; Luc. amor. 39; bes. zum Wohlgeruch.
Russian (Dvoretsky)
διάπασμα: ατος τό преимущ. pl. душистая пудра Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
διάπασμα: τό, (διαπάσσω) κόνις εὐώδης ἐπιπασσομένη εἰς τὸ πρόσωπον καὶ εἰς τὸ σῶμα, Διοσκ. 1. 6· συνήθ. κατὰ πληθυντ., ὡς τὸ Λατ. pastilli, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 8, Λουκ. Ἔρωσ. 39.
Greek Monolingual
διάπασμα, το (Α) διαπάσσω
αρωματική πούδρα για το πρόσωπο και το σώμα.