διάστενος
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
διάστενον, very narrow, Gal.19.444.
Spanish (DGE)
-ον muy estrecho, βάσις Gal.19.444.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très étroit.
Étymologie: διά, στενός.
Greek (Liddell-Scott)
διάστενος: -ον, λίαν στενός, Γαλην. 2. 273.
Greek Monotonic
διάστενος: -ον, εξαιρετικά στενός, σε Γαλην.
Middle Liddell
διάστενος, ον adj
very narrow, Galen.
German (Pape)
eng, Galen.