διακιγκλίζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
strengthened for κιγκλίζω, Hp.Art.79, Ar.Fr.29.
Spanish (DGE)
mover, agitar ὀσφὺν δ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠΰτε κίγκλου ἀνδρὸς πρεσβύτου Ar.Fr.29, cf. Hsch., τὰ ἄρθρα ... προαναμαλάξαι καὶ διακιγκλίσαι flexibilizar previamente y mover las articulaciones antes de intentar reducir una dislocación, Hp.Art.79.
German (Pape)
[Seite 582] hin- u. her bewegen, ὀσφύν Ar. fr. 94; auch Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
διακιγκλίζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ κιγκλίζω, Ἱππ. Ἄρθρ. 838, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 94.
Russian (Dvoretsky)
διακιγκλίζω: поворачивать, вертеть, тж. шевелить (ὀσφύν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κιγκλίζω snel heen en weer bewegen.