διαλγέω
From LSJ
English (LSJ)
strengthened for ἀλγέω, Plb.4.4.2; ἐπί τινι Id.16.34.10.
Spanish (DGE)
sufrir, experimentar un dolor profundo ἐπὶ τοῖς γινομένοις Plb.4.4.2, 16.34.10, ἡ Ἥρα διαλγήσασα τὸ βρέφος ἔρριψεν D.S.4.9, cf. Plu.2.70b, Sch.Theoc.2.58.
German (Pape)
[Seite 586] verstärktes ἀλγέω; ἐπί τινι, Pol. 4, 4, 2 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
διαλγῶ :
éprouver une profonde douleur.
Étymologie: διαλγής.
Greek (Liddell-Scott)
διαλγέω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἀλγέω, Πολυβ. 4. 4, 2.
Russian (Dvoretsky)
διαλγέω: ощущать (сильную) боль, страдать (ἐπί τινι Polyb. и ὑπό τινος Plut.).