διαξέω
ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow
English (LSJ)
A smooth, polish off, IG7.3073.138 (Lebad.), Poll.1.13.
II erode, Aët.5.41 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 arq. raspar, pulir de parte a parte a cincel σημείας παρὰ το[ῖς ἁρμοῖς] καθ' ἕκαστον τῶν λίθων IG 7.3073.138 (Lebadea II a.C.), λίθον Poll.1.13
•fig. del estilo literario, Poll.6.141, Hsch.s.u. διασμήχων
•raspar, rascar τὸ σῶμα τοῖς ὄνυξι Zach.Mit.Opif.M.85.1136C, τὰς ... ῥαγάδας ... τοῖς ὄνυξιν ἢ σμίλῃ Paul.Aeg.6.80.
2 medic. corroer, erosionar en v. pas., de ciertas deposiciones, Aët.5.41.
German (Pape)
[Seite 593] (s. ξέω), abglätten, poliren, Poll. 1, 13.
Greek (Liddell-Scott)
διαξέω: μέλλ. -ξέσω, ἰσοπεδῶ, ποιῶ ὁμαλόν, λεαίνω, Πολυδ. Α', 13, Ϛ', 141.
Greek Monolingual
(Α διαξέω) ξέω
λειαίνω επιφάνεια με ξέστρο, την ξύνω ώσπου να γίνει ομαλή και λεία
αρχ.
κατατρώγω.