διαξιφισμός

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαξῐφισμός Medium diacritics: διαξιφισμός Low diacritics: διαξιφισμός Capitals: ΔΙΑΞΙΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: diaxiphismós Transliteration B: diaxiphismos Transliteration C: diaksifismos Beta Code: diacifismo/s

English (LSJ)

ὁ, fighting with swords, Plu.2.597f.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ combate a espada Plu.2.597e.

German (Pape)

[Seite 593] ὁ, Schwerterkampf, Plut. de gen. Socr. 31.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
combat à l'épée.
Étymologie: διαξιφίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

διαξῐφισμός:бой на мечах Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαξιφισμός: ὁ, ξιφομαχία, Πλούτ. 2. 597Ε.

Greek Monolingual

ο (Α διαξιφισμός) διαξιφίζομαι
η ξιφομαχία
νεοελλ.
ανταλλαγή δηκτικών υπαινιγμών, έντονων χαρακτηρισμών σε προφορική συζήτηση, αλληλογραφία ή αρθρογραφία.