διεσκεμμένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv. prudently, X.Oec.7.18.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de διασκέπτομαι con reflexión, ponderadamente X.Oec.7.18, Heph.Astr.1 proem.4, Chrys.M.58.477.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec circonspection.
Étymologie: part. pf. Pass. de διασκέπτομαι.
German (Pape)
bedacht, vorsichtig, Xen. Oec. 7.18 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
διεσκεμμένως: осмотрительно, благоразумно Xen.
Greek (Liddell-Scott)
διεσκεμμένως: ἐπίρρ., φρονίμως, συνετῶς, Ξεν. Οἰκ. 7, 18.
Greek Monotonic
διεσκεμμένως: επίρρ. του διασκοπέω, φρόνιμα, συνετά, σε Ξεν.