διπλάδιος

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλάδιος Medium diacritics: διπλάδιος Low diacritics: διπλάδιος Capitals: ΔΙΠΛΑΔΙΟΣ
Transliteration A: dipládios Transliteration B: dipladios Transliteration C: dipladios Beta Code: dipla/dios

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A double, poet. for διπλάσιος, AP11.158 (Antip. (?)).
II Subst. διπλάδιον, τό, a measure of wine, Sammelb.4425ii9, al.

Spanish (DGE)

(δῐπλάδιος) -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 doble, de dos capas ἔσθος AP 11.158 (Antip.Thess.).
2 neutr. subst. τὸ δ. cierta medida de líquidos SB 4425A.2.9, 7.13, 16 (II d.C.).

French (Bailly abrégé)

c. διπλάσιος.

German (Pape)

διπλάσιος; ἔσθος Antip.Sid. 61 (XI.158).

Russian (Dvoretsky)

διπλάδιος: (ᾰ) Anth. = διπλάσιος.

Greek (Liddell-Scott)

διπλάδιος: [ᾰ], -ον, ποιητικ. ἀντὶ τοῦ διπλάσιος, Ἀνθ. Π. 11. 158.

Greek Monolingual

διπλάδιος, -α, -ον (Α)
1. διπλός
2. το ουδ. ως ουσ. το διπλάδιον
μέτρο χωρητικότητας για κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του διπλάσιος (πρβλ. διχθάδιος)].

Greek Monotonic

διπλάδιος: [ᾰ], -ον, διπλός, διπλάσιος, ποιητ. αντί διπλάσιος, σε Ανθ.

Middle Liddell

διπλᾰ́διος, ον adj
double, poet. for διπλάσιος, Anth.