διχθάδιος
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, twofold, double, κῆρες Il.9.411, 14.21; δ. κατὰ κῶλον in either leg, APl.1.15; simply, two, AP6.4 (Leon.), al.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): poét. fem. -ίη A.R.3.397, AP 14.24, Nonn.D.25.402
• Prosodia: [-ᾰ-]
doble διχθάδιαι κῆρες doble destino, Il.9.411, θυμὸς διχθαδίην πόρφυρεν ... μενοινήν A.R.l.c., κίων AP 1.99, βουλή Nonn.D.36.390, νηδὺς AP 14.24, Ἁμάξη Nonn.l.c.
•neutr. plu. adv. ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος ... διχθάδι' Il.14.21
•en plu. dos, un par διχθαδίους εὐτύκασεν φονέας dispuso dos asesinos Call.SHell.259.32, οἱ ... διχθάδιοι ἐρέται el par de remos, AP 6.4 (Leon.), ὦμοι διχθάδιοι ambos hombros Nonn.D.23.48
•en sg. c. sent. distrib. διχθάδιον κατὰ κῶλον en cada pierna, AP 16.15, cf. Nonn.D.43.44.
German (Pape)
[Seite 646] zwiefach, doppelt; Hom. Iliad. 9, 411 μήτηρ γάρ τέ μέ φησι θεά, διχθαδίας κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλοσδε. εἰ μέν κ' αὖθι μένων Τρώων πόλιν ἀμφιμάχωμαι, ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται· εἰ δέ κεν οἴκαδ' ἵκωμι, ὤλετό μοι κλέος, ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰών; adverbial Iliad. 14, 21 ἃς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδι', ἢ μεθ' ὅμιλον ἴοι Δαναῶν ἦε μετ' Ἀτρείδην, var. lect. διχθαδί, ἢ, d. h. διχθαδίῃ, ἢ, Aristarch διχθάδι', ἤ, Scholl. Herodian. διχθάδι': τὸ πλῆρές ἐστι διχθάδια, ἃσπερ καὶ Ἀρίσταρχος βούλεται. διὸ τὴν χθα συλλαβὴν ὀξυτονητέον. παραιτητέον δὲ τοὺς βουλομένους εἶναι »διχθαδίῃ ἢ μεθ' ὅμιλον« καὶ τὴν δι συλλαβὴν ὀξανοντας; vgl. Lehrs Aristarch. p. 308 sq. – Sp. D.; κῶλον, beide Füße, Ep. ad. 412 (Plan. 15).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 partagé en deux ; adv. • διχθάδια IL en deux;
2 double.
Étymologie: διχθά.
Russian (Dvoretsky)
διχθάδιος: (ᾰ) двойственный, двоякий (Κῆρες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
διχθάδιος: -α, -ον, δύο εἰδῶν, διπλοῦς, διῃρημένος, Ἰλ. Ι. 411, Ξ. 21· δ. κατὰ κῶλον, εἰς ἑκάτερον πόδα, Ἀνθ. Πλαν. 1. 15.
English (Autenrieth)
twofold, double.
Greek Monolingual
διχθάδιος, -ία, -ον (Α) διχθάς
1. διπλός, δύο ειδών
2. καθένας από τους δυο
3. δεύτερος
4. (το ουδ. πληθ. και η αιτ. θηλ. ως επίρρ.) διχθάδια, διχθαδίην
σε δύο μέρη.
Greek Monotonic
διχθάδιος: -α, -ον, δύο ειδών, διπλός, διαχωρισμένος, διαιρεμένος, σε Ομήρ. Ιλ.