διφρηλατέω
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
drive a chariot, τὸν οὐρανὸν δ., of the Sun, S.Aj.845; δ. ἵππους E.Rh.781: in late Prose, Phlp. in Mete. 101.27.
Spanish (DGE)
(διφρηλᾰτέω)
conducir el carro c. ac. de ext. en el espacio σὺ ... τὸν ... οὐρανὸν διφρηλατῶν Ἥλιε S.Ai.845, cf. Theodect.17
•c. ac. int. ἵππους E.Rh.781, τὸ ἅρμα Phlp.in Mete.101.27.
German (Pape)
[Seite 645] einen Wagen lenken, fahren; τὸν οὐρανόν, von Helios, den Himmel befahren, Soph. Ai. 832; ἵππους Eur. Rhes. 781.
French (Bailly abrégé)
διφρηλατῶ :
impf. ἐδιφρηλάτουν;
parcourir en char.
Étymologie: διφρηλάτης.
Russian (Dvoretsky)
διφρηλᾰτέω: проезжать на колеснице (τὸν οὐρανὸν διφρηλατῶν ἥλιος Soph.): ἵππους δ. Eur. править конями колесницы.
Greek (Liddell-Scott)
διφρηλᾰτέω: ὁδηγῶ ἅρμα, τὸν οὐρανὸν δ., ἐπὶ τοῦ Ἡλίου (πρβλ. διφρεύω 2), Σοφ. Αἴ. 845· δ. ἵππους Εὐρ. Ρήσ. 781.
Greek Monotonic
διφρηλᾰτέω: μέλ. -ήσω, οδηγώ άρμα διαμέσου, τὸν οὐρανόν, λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
Middle Liddell
fut. ήσω
to drive a chariot through, τὸν οὐρανόν, of the Sun, Soph. [from διφρηλᾰ́της]