δυάω
Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund
English (LSJ)
(δύη) plunge in misery, δυόωσιν… ἀνθρώπους Od.20.195:—Pass., pf. part. δεδυημένη Hsch.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. c. diéct. δυόωσι Od.20.195]
hundir en la miseria ἀνθρώπους Od.l.c., cf. en v. pas. Hsch.δ 412.
German (Pape)
[Seite 671] (δύη), in's Unglück dringen, unglücklich machen, Homer einmal, Odyss. 20, 195 θεοὶ δυόωσι ἀνθρώπους, vgl. Scholl.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. δυόωσι;
accabler de maux.
Étymologie: δύη.
Russian (Dvoretsky)
δυάω: ввергать в бедствия (ἀνθρώπους Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
δυάω: (δύη) βυθίζω εἰς δυστυχίαν, κακοδαιμονίαν, δυόωσιν… ἀνθρώπους Ὀδ. Υ. 195.
English (Autenrieth)
(δύη): plunge in misery, Od. 20.195†.
Greek Monolingual
δυάω (Α)
καθιστώ κάποιον δυστυχισμένο.
Greek Monotonic
δυάω: (δύη), βυθίζω σε δυστυχία, Επικ. γʹ πληθ. δυόωσιν, σε Ομήρ. Οδ.