δώτωρ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = δωτήρ, δῶτορ ἑάων giver of goods, addressed to Hermes, Od.8.335, h.Hom.18.12, cf. Luc.Sat.14; to Zeus, Call.Jov. 91; θεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων Thgn.134, cf. E.Hyps.Fr.7.5.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
dador, dispensador ref. dioses δῶτορ ἐάων de Hermes Od.8.335, Orph.Th.22.4, cf. h.Hom.18.12, 29.8, Luc.Sat.14, ἀγαθῶν δώτορα καὶ σοφίης IPE 12.436 (II d.C.), θεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων Thgn.134, cf. E.Fr.Hyps.77, de Zeus, Call.Iou.91, 92, del Dios crist. δῶτορ σοφίας Synes.Hymn.2.10, cf. 12, del emperador Nerón Καῖσαρ, ἀδειμάντου δ. ἐλευθερίης Androm.2.
German (Pape)
[Seite 696] ορος, ὁ, der Geb er; Homer einmal, Odyss. 8, 335 Ἑρμεία Διὸς υἱὲ διάκτορε, δῶτορ ἑάων; vgl. δωτήρ und δοτήρ; –. Hom. h. 17, 12 χαῖρ, Ἑρμῆ χαριδῶτα, διάκτορε, δῶτορ ἐάων; 29, 8 Ἀργειφόντα, Διὸς καὶ Μαιάδος υἱέ, ἄγγελε τῶν μακάρων, χρυσόῤῥαπι, δῶτορ ἐάων; Lucian. Cronosol. 14 θυόντων Διὶ πλουτοδότῃ καὶ Ἑρμῇ δώτορι καὶ Ἀπόλλωνι μεγαλοδώρῳ, – Theogn. 134 θεοὶ τούτων δώτορες ἀμφοτέρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δώτωρ -ορος, ὁ [δίδωμι] gever.
Greek (Liddell-Scott)
δώτωρ: -ορος, ὁ, = δωτήρ, δῶτορ ἐάων, δοτὴρ ἀγαθῶν, λεγόμενον πρὸς τὸν Ἑρμῆν, Ὀδ. Θ. 335, Ὕμν. Ὁμ. 17. 12., 29. 8· θεοὶ τούτων δώτορες Θέογν. 134.
Translations
giver
Arabic: مُعْطٍ; Bulgarian: дарител; Chinese Mandarin: 給予者, 给予者, 捐贈者, 捐赠者, 送禮者, 送礼者; Finnish: antaja, luovuttaja; German: Geber, Geberin, Gebender, Gebende, Spender, Spenderin, Schenker, Schenkerin, Schenkender, Schenkende, Gönner, Gönnerin, Stifter, Stifterin, Donator, Donatorin; Greek: αυτός που δίνει, δότης; Ancient Greek: δοτήρ, δωτήρ, δότειρα, δωρητήρ, δώτης, δώτωρ; Indonesian: pemberi; Latin: dator; Old English: ġiefa; Romanian: dătător; Sanskrit: दातृ; Swahili: mpaji