εναντιότητα

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐναντιότης)
αντίθεση, διαφορά
νεοελλ.
αντίξοη περίσταση, δυσκολία, εμπόδιο
μσν.- νεοελλ.
αντιξοότητα, δύσκολη περίσταση, εμπόδιο
μσν.
1. αντίφαση
2. αντίρρηση
3. (νομ.) αντιδικία
4. παράβαση συμφωνίας
αρχ.
(φιλοσ.) η ιδιότητα τών αντικείμενων όρων ή προτάσεων, η αντίθετη ιδιότητα.