οφλισκάνω

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source

Greek Monolingual

ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, -έω (Α)
1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει», Ευρ.)
2. καταδικάζομαι, χάνωμέλλων ὀφλήσειν», Αριστοφ.)
3. (με γεν. του εγκλήματος ή της ποινής ή με αιτ. που δηλώνει κατηγορία, μομφή, εχθρική διάθεση κ.λπ.) μού αξίζει να πάθω κάτι (α. «ὠφληκότι φόνου», Πλάτ.
β. «θανάτου δίκην ὄφλων», Πλάτ.
γ. «αἰσχύνην ὄφλῃ», Ευρ.)
4. φρ. α) «ὀφλισκάνω δίκην» — καταδικάζομαι κατά τη δίκη, χάνω τη δίκη
β) «δίαιταν ὀφλισκάνω» — χάνω τη διαιτησία
γ) «δειλίαν ὀφλισκάνω» — επισύρω κατηγορία δειλίας εναντίον μου, αποκτώ φήμη δειλού.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οφείλω].