επαναπλέω

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ἐπαναπλέω)
νεοελλ.
επανέρχομαι εκεί από όπου είχα ξεκινήσει διακόπτοντας το ταξίδι
αρχ.
1. ταξιδεύω για κάποιο σκοπό
2. πλέω στ' ανοιχτά εναντίον κάποιου
3. ξαναγυρίζω πίσω το πλοίο στο λιμάνι, επιστρέφω
4. ανεβαίνω στην επιφάνεια.