ἐπαναπλέω

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναπλέω Medium diacritics: ἐπαναπλέω Low diacritics: επαναπλέω Capitals: ΕΠΑΝΑΠΛΕΩ
Transliteration A: epanapléō Transliteration B: epanapleō Transliteration C: epanapleo Beta Code: e)panaple/w

English (LSJ)

A put to sea against, ἐπί τινα Hdt.8.9, cf. 16; ἐπ' ἀργυρολογίαν X.HG4.8.35.
2 sail back again, ib.24, D. 56.29, Plb.1.28.10.
II rise to the surface: metaph., ἐπαναπλέει ὑμῖν ἔπεα κακά ill language rises to your tongue, Hdt.1.212, cf. Ph.2.174.

German (Pape)

[Seite 900] (s. πλέω), ion. ἐπαναπλώω, aufs hohe Meer fahren; ἐπ' ἀργυρολογίαν, auf, Xen. Hell. 4, 8, 35; ἐπί τινα, gegen Jem. aussegeln, Her. 8, 9; δεῦρο, zurücksegeln, Dem. 56, 29; Pol. 1, 28, 10. – Übertr., ὥστε ἐπαναπλώειν ὑμῖν ἔπεα κακά, böse Reden schwimmen euch auf den Lippen oder strömen über, Her. 1, 212.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπαναπλεύσομαι;
I. (ἀνά en haut);
1 gagner la haute mer;
2 fig. flotter à la surface ; ἐπαναπλώει (ion.) ὑμῖν ἔπεα κακά HDT un flot de mauvaises paroles vous monte à la bouche;
II. (ἀνά en arrière) revenir par mer, ramener un vaisseau ou une flotte.
Étymologie: ἐπί, ἀναπλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαναπλέω: ион. ἐπαναπλώω (fut. ἐπαναπλεύσομαι)
1 отплывать, отправляться в плавание (ἐπ᾽ ἀργυρολογίαν Xen.): ἐ. ἐπί τινα Her. отправляться в морской поход против кого-л.;
2 плыть назад, возвращаться морем (εἰς Κνίδον Xen.; δεῦρο Dem.);
3 перен. всплывать, подниматься на поверхность: ἐπαναπλώει ὑμῖν ἔπεα κακά Her. (когда вы, персы, напьетесь), начинаются у вас недостойные речи.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαναπλέω: Ἰων. -πλώω: μέλλ. -πλεύσομαι, ἀναπλέω κατά τινος, ἐπαναπλώων ἐπὶ τοὺς βαρβάρους Ἡρόδ. 8. 9, πρβλ. 16· ἐπί τι, πρός τινα σκοπὸν, ἐπ’ ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι Ξεν. Ἑλλην. 4. 8, 35 2) πλέω πάλιν ὀπίσω, αὐτόθι 4. 8, 24· δεῦρ’ ἐπαναπλεῖν Δημ. 1292. 2. ΙΙ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μεταφ., ὥστε κατιόντος τοῦ οἴνου ἐς τὸ σῶμα ἐπαναπλώειν ὑμῖν ἔπεα κακά, νὰ ἀναπλέωσιν εἰς τὴν γλῶσσαν ὑμῶν λόγοι κακοί, Ἡρόδ. 1. 212· πρβλ. δακρυπλώω.

Greek Monolingual

ἐπαναπλέω)
νεοελλ.
επανέρχομαι εκεί από όπου είχα ξεκινήσει διακόπτοντας το ταξίδι
αρχ.
1. ταξιδεύω για κάποιο σκοπό
2. πλέω στ' ανοιχτά εναντίον κάποιου
3. ξαναγυρίζω πίσω το πλοίο στο λιμάνι, επιστρέφω
4. ανεβαίνω στην επιφάνεια.

Greek Monotonic

ἐπαναπλέω: Ιων. -πλώω,
I. 1. μέλ. -πλεύσομαι· πλέω στο πέλαγος εναντίον, ἐπί τινα, σε Ηρόδ.· ἐπί τι, για κάποιο σκοπό, σε Ξεν.
2. πλέω πάλι πίσω, στον ίδ.
II. μεταφ., ἐπαναπλώει ὑμῖν ἔπεα κακά, άσχημα λόγια αναπλέουν, υψώνονται, ανεβαίνουν στη γλώσσα σας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ionic -πλώω fut. -πλεύσομαι
I. to put to sea against, ἐπί τινα Hdt.; ἐπί τι for a purpose, Xen.
2. to sail back again, Xen.
II. metaph., ἐπαναπλώει ὑμῖν ἔπεα κακά ill language floats upwards, rises, to your tongue, Hdt.