εριθεύομαι

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180

Greek Monolingual

ἐριθεύομαι (Α) έριθος
(αποθ. κυρίως
το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)
1. εργάζομαι με μισθό, υπηρετώ κάποιον με αμοιβή
2. με δόλια μέσα επιδιώκω δημόσια θέση, επιζητώντας την επιδοκιμασία του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», Αριστοτ.)
3. (το μτγν. ενεργ.) ἐριθεύω
α) (γενικά) εργάζομαι
β) αμιλλώμαι, συναγωνίζομαι με κάποιον
4. (σύνθ.) φρ. «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει κάποιος τους νέους σε φατριαστικά μέτρα.