ευσχημοσύνη
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐσχημοσύνη)
η ευπρεπής εμφάνιση και συμπεριφορά, η κοσμιότητα, η σεμνότητα
αρχ.
καλή περιποίηση, ευπρεπής διατήρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύσχημος + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δίκαιος > δικαιοσύνη, καλός > καλοσύνη)].