εἰδωλικός

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδωλικός Medium diacritics: εἰδωλικός Low diacritics: ειδωλικός Capitals: ΕΙΔΩΛΙΚΟΣ
Transliteration A: eidōlikós Transliteration B: eidōlikos Transliteration C: eidolikos Beta Code: ei)dwliko/s

English (LSJ)

εἰδωλική, εἰδωλικόν,
A symbolical, Sch.Pl.Grg. 452d. Adv. εἰδωλικῶς Porph. Sent.10, Sch.Pl.Grg. 456a.
2 imaginary, Syrian.in Metaph.7.32, Dam.Pr.453.
3 phantasmal, ἔμφασις Iamb.Myst.3.13.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1relativo a una imagen, no real, imaginario, ἔμφασις Iambl.Myst.3.13, ἀμυδρότερον ... καὶ εἰδωλικώτερον τῶν αἰσθητῶν Syrian.in Metaph.101.24, cf. Dam.in Prm.453, τὰ ... εἰδωλικὰ γένη op. τὰ ἀληθῆ γένη Syrian.in Metaph.7.32
fig. simbólico ἰστέον ὅτι τῆς εἰδωλικῆς ῥητορικῆς ἐστὶν ὁ ἀποδοθεὶς ὅρος Sch.Pl.Grg.452e, cf. 456a.
2 crist. relativo a los ídolos, idolátrico ποιητὴς εἰ. poeta de ídolos Clem.Al.Prot.2.16, εἰδωλικαὶ ... πανηγύρεις Cyr.H.Myst.19.7, οἱ ναοὶ αὐτῶν οἱ εἰδωλικοὶ ἐπίμπραντο Chrys.M.62.649, Θεὸς εἰ. Chrys.M.59.49, εἰ. ἀσέβεια impiedad del culto a los ídolos Bas.Sel.Or.M.85.313A
neutr. subst. culto a los ídolos τι τῶν εἰδωλικῶν πρᾶξαι Chrys.M.62.412.
II adv. -ῶς
1 simbólicamente εἰ. τὰς ἀληθείας ὑποκρινόμενοι (οἱ δαίμονες) Sch.Pl.Grg.456a.
2 formalmente, con una forma determinada εἰ τὰ σωματικὰ πάντα ἐν σώματι μὲν ὑπάρχει εἰ., ἡ ψυχὴ δὲ λογικῶς Iust.Phil.Qu.Gr.M.6.1473B, cf. Porph.Sent.10.

German (Pape)

[Seite 725] bilderreich; Clem. Al. protr. p. 14; Schol. Plat. Gorg. 342 b.

Greek (Liddell-Scott)

εἰδωλικός: -ή, -όν, μυθολογικός, ποιητὴς Κλήμ. Ἀλ. 14.

Greek Monolingual

εἰδωλικός, -ή, -όν (Α)
1. συμβολικός, εικαστικός
2. φανταστικός
3. φασματώδης
4. αυτός που αναφέρεται στα είδωλα.