εἴσοψις
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
-εως, ἡ, spectacle, E.El.1085 codd.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
mira τὰ γάρ κακὰ παράδειγμα τοῖς ἐσθλοῖσι εἴσοψιν τ' ἔχει pues las malas acciones sirven de ejemplo y de mira para los buenos E.El.1085 (cj., εἰς ὄψιν cód.).
German (Pape)
[Seite 745] ἡ, Anblick, Hinblick, Eur. El. 1085.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
chose (exemple) à considérer.
Étymologie: εἰσόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἴσοψις: εως ἡ досл. взгляд, перен. наглядность: παράδειγμα εἴσοψίν τ᾽ ἔχειν τινί Eur. служить наглядным примером кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσοψις: -εως, ἡ, τὸ εἰσορᾶν καὶ ἐξετάζειν, τὰ γὰρ κακὰ παραδείγματα τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ’ ἔχει, διότι τὰ κακὰ παραδείγματα παρέχουσι τὴν εὐκαιρίαν νὰ τὰ ἐξετάσῃ τις καὶ νὰ τὰ παραβάλῃ πρὸς τὰ καλά, Εὐρ. Ἠλ. 1085.
Greek Monolingual
εἴσοψις, η (Α)
προσεκτική παρατήρηση.
Greek Monotonic
εἴσοψις: -εως, ἡ, θέαμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
εἴσοψις, εως
a spectacle, Eur. [from εἰσόψομαι, fut. of εἰσοράω