εἴσοψις

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσοψις Medium diacritics: εἴσοψις Low diacritics: είσοψις Capitals: ΕΙΣΟΨΙΣ
Transliteration A: eísopsis Transliteration B: eisopsis Transliteration C: eisopsis Beta Code: ei)/soyis

English (LSJ)

-εως, ἡ, spectacle, E.El.1085 codd.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
mira τὰ γάρ κακὰ παράδειγμα τοῖς ἐσθλοῖσι εἴσοψιν τ' ἔχει pues las malas acciones sirven de ejemplo y de mira para los buenos E.El.1085 (cj., εἰς ὄψιν cód.).

German (Pape)

[Seite 745] ἡ, Anblick, Hinblick, Eur. El. 1085.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
chose (exemple) à considérer.
Étymologie: εἰσόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

εἴσοψις: εως ἡ досл. взгляд, перен. наглядность: παράδειγμα εἴσοψίν τ᾽ ἔχειν τινί Eur. служить наглядным примером кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

εἴσοψις: -εως, ἡ, τὸ εἰσορᾶν καὶ ἐξετάζειν, τὰ γὰρ κακὰ παραδείγματα τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ’ ἔχει, διότι τὰ κακὰ παραδείγματα παρέχουσι τὴν εὐκαιρίαν νὰ τὰ ἐξετάσῃ τις καὶ νὰ τὰ παραβάλῃ πρὸς τὰ καλά, Εὐρ. Ἠλ. 1085.

Greek Monolingual

εἴσοψις, η (Α)
προσεκτική παρατήρηση.

Greek Monotonic

εἴσοψις: -εως, ἡ, θέαμα, σε Ευρ.

Middle Liddell

εἴσοψις, εως
a spectacle, Eur. [from εἰσόψομαι, fut. of εἰσοράω