εὐανδρέω
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
A abound in men, Aristeas 108, Str.1.2.40, Ph.1.641; εὐ. πολλῇ ἡλικίᾳ Plu.Cat.Ma.26:—Med., Scymn.252, Ocell.4.4.
II to be in full vigour, πλήρωμα, φάλαγξ εὐ., Plu.Cam.8, App.Syr. 37.
French (Bailly abrégé)
εὐανδρῶ :
1 abonder en hommes beaux, forts, courageux, etc.
2 être dans toute sa force.
Étymologie: εὔανδρος.
German (Pape)
viele, gute, tapfere Männer haben, von Städten öfter, Strab., wie Plut. πόλιν πολλῇ εὐανδροῦσαν ἡλικίᾳ Cat. mai. 26; auch med., Ocell. 4.4. Bei Plut. Cam. 6 ist εὐανδροῦν πλήρωμα eine tüchtige (aus wackern Männern bestehende) Rudermannschaft; so φάλαγξ App. Syr. 37.
Russian (Dvoretsky)
εὐανδρέω:
1 изобиловать людьми, быть густо населенным (πόλις πολλῇ εὐανδροῦσα ἡλικίᾳ Plut.);
2 быть крепким, сильным: εὐανδροῦν πλήρωμα Plut. отличная команда (гребцов).
Greek (Liddell-Scott)
εὐανδρέω: ἐπὶ τόπου, κατοικοῦμαι ὑπὸ πολλῶν ἀνδρῶν, Στράβ. 46, κτλ.· πόλιν πολλῇ εὐανδροῦσαν ἡλικίᾳ Πλουτ. Κάτων. Πρεσβύτ. 26. - Μέσ., Σκύμν. 249, Ὤκελλος 4. ΙΙ. εἶμαι ἐν πλήρει ἀκμῇ, Πλουτ. Κάμιλλ. 8, Ἀππ. Συρ. 37.
Greek Monotonic
εὐανδρέω: μέλ. -ήσω,
I. κατοικούμαι από πολλούς άντρες, σε Πλούτ.
II. είμαι σε πλήρη ακμή, βρίσκομαι σε απόλυτη δύναμη, στον ίδ.
Middle Liddell
εὐανδρέω, fut. -ήσω
I. to abound in men, Plut.
II. to be in full vigour, Plut. (from εὔανδρος).