εὐνήτης

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνήτης Medium diacritics: εὐνήτης Low diacritics: ευνήτης Capitals: ΕΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: eunḗtēs Transliteration B: eunētēs Transliteration C: evnitis Beta Code: eu)nh/ths

English (LSJ)

εὐνήτου, Dor. εὐνάτας, ὁ, = εὐνητήρ, E.Med.159 (lyr.), cf. Hsch.:—fem. εὐνήτρια, S.Tr.922 codd. (leg. -άτρια).

German (Pape)

[Seite 1082] .ὁ, = ἀνήρ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνήτης: -ου, ὁ, = εὐνητήρ, Εὐριπ. Μήδ. 159· - θηλ. εὐνήτρια, Σοφ. Τρ. 922. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐνήτης· ἀνήρ».

Greek Monolingual

εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) ευνώ
ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος.

Greek Monotonic

εὐνήτης: -ου, ὁ, = το προηγ., σε Ευρ.· θηλ. εὐνήτρια, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐνήτης, ου, =eu)nhth/r, Eur.:—fem. εὐνήτρια, Soph.]