εὐποιητικός

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποιητικός Medium diacritics: εὐποιητικός Low diacritics: ευποιητικός Capitals: ΕΥΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: eupoiētikós Transliteration B: eupoiētikos Transliteration C: efpoiitikos Beta Code: eu)poihtiko/s

English (LSJ)

εὐποιητική, εὐποιητικόν,
A disposed to do good, beneficent, εἰς or περὶ χρήματα, Arist.Rh.1381a20, 1366b16; τινος towards one, ib.1379b32, Porph.Abst.3.26; τὸ εὐ. beneficence, Arist.Rh.1371b3, Antip.Stoic.3.249.
2 Astrol., beneficent, of planetary influences,opp. κακοποιητικός, ἰδιοτροπία Ptol.Tetr.210.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à faire du bien, bienfaisant ; τὸ εὐποιητικόν la bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

German (Pape)

ή, όν, wohltuend, wohltätig, τινός, Arist. rhet. 2.2; εἰς χρήματα 3.4; andere Spätere; τὸ εὐποιητικόν, Wohltätigkeit, Arist. rhet. 1.11; Plut. Stoic. repugn. 38.

Russian (Dvoretsky)

εὐποιητικός: склонный делать добро, готовый оказывать услуги (εἴς или περί τι Arst.): εὐ. τινος Arst. делающий добро кому-л.

Greek (Liddell-Scott)

εὐποιητικός: -ή, -όν, εὐεργετικὸς, εἰς ἢ περὶ χρήματα Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 8., 1. 9, 10· τινός, πρός τινα, αὐτόθι 2. 2, 25· τὸ εὐποιητικόν, ἡ εὐεργεσία, αὐτόθι 1. 11, 22, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1052Β.

Greek Monolingual

εὐποιητικός, -ή, -όν (Α) ευποίητος
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν
η ευεργεσία
3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών.

Greek Monotonic

εὐποιητικός: -ή, -όν, ευεργητικός, αγαθοεργός, φιλανθρωπικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

εὐ-ποιητικός, ή, όν
beneficent, Arist.