εὐποιητικός
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
εὐποιητική, εὐποιητικόν,
A disposed to do good, beneficent, εἰς or περὶ χρήματα, Arist.Rh.1381a20, 1366b16; τινος towards one, ib.1379b32, Porph.Abst.3.26; τὸ εὐ. beneficence, Arist.Rh.1371b3, Antip.Stoic.3.249.
2 Astrol., beneficent, of planetary influences,opp. κακοποιητικός, ἰδιοτροπία Ptol.Tetr.210.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à faire du bien, bienfaisant ; τὸ εὐποιητικόν la bienfaisance.
Étymologie: εὖ, ποιέω.
German (Pape)
ή, όν, wohltuend, wohltätig, τινός, Arist. rhet. 2.2; εἰς χρήματα 3.4; andere Spätere; τὸ εὐποιητικόν, Wohltätigkeit, Arist. rhet. 1.11; Plut. Stoic. repugn. 38.
Russian (Dvoretsky)
εὐποιητικός: склонный делать добро, готовый оказывать услуги (εἴς или περί τι Arst.): εὐ. τινος Arst. делающий добро кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
εὐποιητικός: -ή, -όν, εὐεργετικὸς, εἰς ἢ περὶ χρήματα Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 8., 1. 9, 10· τινός, πρός τινα, αὐτόθι 2. 2, 25· τὸ εὐποιητικόν, ἡ εὐεργεσία, αὐτόθι 1. 11, 22, Χρύσιππος παρὰ Πλουτ. 2. 1052Β.
Greek Monolingual
εὐποιητικός, -ή, -όν (Α) ευποίητος
1. αυτός που είναι πρόθυμος να ευεργετεί, ο ευεργετικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐποιητικόν
η ευεργεσία
3. αστρολ. η ευεργετική δύναμη τών πλανητών.
Greek Monotonic
εὐποιητικός: -ή, -όν, ευεργητικός, αγαθοεργός, φιλανθρωπικός, σε Αριστ.
Middle Liddell
εὐ-ποιητικός, ή, όν
beneficent, Arist.