εὐσωματία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσωμᾰτία Medium diacritics: εὐσωματία Low diacritics: ευσωματία Capitals: ΕΥΣΩΜΑΤΙΑ
Transliteration A: eusōmatía Transliteration B: eusōmatia Transliteration C: efsomatia Beta Code: eu)swmati/a

English (LSJ)

ἡ, strength or good habit of body, Poll.2.235.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσωματία: ἡ, ἰσχύςεὐεξία τοῦ σώματος, Πολυδ. Β΄, 235.

Greek Monolingual

εὐσωματία, ἡ (Α) ευσώματος
η καλή κατάσταση του σώματος, η ευεξία.

German (Pape)

ἡ, Wohlbeleibtheit, Poll. 2.235.