εὐτενής
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
εὐτενές,
A = εὔτονος, cj. for εὐγενής in Thphr. HP 5.1.7 and Plu. Fr.12.2.
II of stones, squared, IG22.1666A29, al., 7.4255.20.
Greek Monolingual
εὐτενής, -ές (Α)
1. εύτονος (πιθ. αντί του εὐγενής στον Θεόφρ.)
2. (για πέτρες) επιγρ. τετραγωνισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τενής (< τένος < τείνω), πρβλ. εκτενής, ευθυτενής].