εὔμιτος
From LSJ
English (LSJ)
εὔμιτον, with fine threads, εὐμίτοις πλοκαῖς, i.e. τὸν μίτον εὖ πλέκουσα, E.IT817.
German (Pape)
[Seite 1081] schön-, feinfädig, πλοκαί Eur. I. T. 817.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fait de bon fil.
Étymologie: εὖ, μίτος.
Russian (Dvoretsky)
εὔμῐτος: из тонких нитей: ὑφαίνειν εὐμίτοις πλοκαῖς Eur. соткать из тонкой пряжи.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμῐτος: -ον, ἔχων ὡραίας κλωστάς, ὕφηνα καὶ τόδ’ εἶδος εὐμίτοις πλοκαῖς Εὐρ. Ι. Τ. 817.
Greek Monolingual
εὔμιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίες κλωστές («ὕφηνα καὶ τόδ' εἶδος εὐμίτοις πλοκαῖς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μίτος «κλωστή, νήμα»].
Greek Monotonic
εὔμῐτος: -ον, αυτός που έχει ωραίες κλωστές, εὐμίτοις πλοκαῖς = τὸν μίτον εὖ πλέκουσα, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὔμῐτος, ον
with fine threads, εὐμίτοις πλοκαῖς = τὸν μίτον εὖ πλέκουσα, Eur.