εὔσφυρος
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
Ep. ἐΰσφυρος, ον, with beautiful ankles, of women, Hes. Sc.16, Th.254, Theoc.28.13, etc.; πούς E.Hel.1570.
German (Pape)
[Seite 1100] ep. ἐΰσφυρος, mit schönen Knöcheln (schönen Füßen), Amphitrite, Hes. Th. 254, u. sonst von schönen Frauen, Sc. 16; Rufin. 19 (V, 76); Theocr. 28, 13. – Auch πούς, Eur. Hel. 1570; ὄναγρος Opp. Cyn. 3, 183; Ἑρμῆς Man. 4, 328.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. aux belles chevilles;
II. p. ext. 1 aux beaux pieds;
2 aux pieds agiles ou robustes.
Étymologie: εὖ, σφυρόν.
Russian (Dvoretsky)
εὔσφῠρος: эп. ἐΰσφυρος 2
1 с красивыми лодыжками (πούς Eur.);
2 с красивыми ногами (Ἀμφιτρίτη Hes.; γυνή Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔσφῠρος: Ἐπικ. ἐΰσφυρος, ον, ἔχων ὡραῖα σφυρά· ἐπὶ γυναικός, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 16, Θέογν. 28. 13, κτλ.· ποὺς Εὐρ. Ἐλ. 1570.
Greek Monolingual
εὔσφυρος και ἐΰσφυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία σφυρά, ωραίους αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σφυρόν «αστράγαλος»].
Greek Monotonic
εὔσφῠρος: Επικ. ἐΰ-σφ-, -ον (σφυρόν), αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
σφυρόν
with beautiful ankles, Hes., Eur.