ζωγρεῖον
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
(sts. written ζώγριον as in Porph. Gaur.14.4), τό,
A place for keeping animals, a menagerie, Str.12.3.30 (pl.), Epict.Gnom.62 (pl.), Porph.Sent.28; cage, Aq.Je.5.27; trap, Onos.11.3; fish-pond, Plu.2.89a, Ael.NA11.34, Xenocr.34.
II pl., ζωγρεῖα, τά, = ζωάγρια, Hld.8.17.
German (Pape)
[Seite 1142] τό, ein Ort, lebendige Tiere aufzubewahren, Käfig, bes. für Fische, μ υραίι ης ἐν ζωγρείῳ σοι τρεφομένης Plut. de cap. ex hostib utilitat. p. 276; a. Sp.; Schweinekopfen, Schol. Ar. Vesp. 846; Strab. 12, 3, 30, v.l. ζώγρια. – Τὰ ζωγρεῖα, Lösegeld, Hel. 8, 17.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 ménagerie;
2 vivier.
Étymologie: ζωγρεύς.
Russian (Dvoretsky)
ζωγρεῖον: τό виварий, преимущ. пруд для разведения рыбы, живорыбный садок Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ζωγρεῖον: ἐνίοτε γραφόμενον ζώγριον, τό, τόπος ἔνθα φυλάττονται ζῷα, θηριοτροφεῖον, Στράβ. 556, Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 316. 38· ἰχθυοτροφεῖον, Πλούτ. 2. 89Α, Αἰλ. π. Ζ. 11. 34· ζ. ἰχθύων Ξενοκρ. 1. 34.
Greek Monolingual
ζωγρεῖον και διαφ. γρ. ζώγριον, τὸ (Α) ζωγρώ·1. τόπος όπου φυλάσσονται άγρια ζώα, θηριοτροφείο
2. κλουβί
3. παγίδα
4. ιχθυοτροφείο
5. στον πληθ. τὰ ζωγρεῖα
τα ζωάγρια.