ησκιώνω

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ήσκιος
1. (μτβ. και αμετβ.) σκιάζω, απλώνω τη σκιά μου πάνω σε κάτι («η κληματαριά ησκιώνει την είσοδο»)
2. (για σύννεφα) σκιάζω ή αποκρύπτω κάτι με τη σκιά μου
3. προκαλώ δυσάρεστη ατμόσφαιρα, καλύπτω κάτι με πέπλο ψυχικής ψυχρότητας («το επεισόδιο αυτό ήσκιωσε τη φιλία μας»)
4. (για δυσμενή αόρατα πνεύματα) προκαλώ ψυχική ταραχή και σύγχυση, συσκοτίζω τον νου («από τότε που ησκιώθηκε δεν μπορεί να δει μια καλή μέρα»)
5. παθ. ησκιώνομαι
(για τόπο) έχω πάνω μου απλωμένη τη σκιά δέντρου ή βράχου ή κτηρίου κ.λπ.
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ησκιωμένος, -η, -ο
(κατά τη λαϊκή αντίληψη) α. αυτός που έχει θολωμένο μυαλό από την επίδραση πονηρού πνεύματος
β. αυτός που έχει καλή σκιά, χαριτωμένος, ελκυστικός («ησκιωμένη γυναίκα»)
7. (για δενδρόφυτους τόπους) αποκτώ σκιάπότε να ησκιώσουν τα βουνά, να δροσερέψει ο κάμπος», Κρυστ.).