ηχοκινησία

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής μιμείται αυτόματα τις κινήσεις που εκτελούνται από άλλο άτομο, αλλ. ηχοπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. echokinesis < echo- (πρβλ. ήχος) + kinesis (πρβλ. κίνηση)].