θαυμαστόω
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
English (LSJ)
magnify, LXX Ps.4.4, al., EM443.37:—Pass., to be regarded as a marvel, ὑπό τινων Arist.HA633a8, cf. Plu.Per.28.
German (Pape)
[Seite 1189] wunderbar machen, Sp. Häufiger pass., als ein Wunder betrachtet werden, Arist. H. A. 9, 49; Plut. Pomp. 53 Pericl. 28.
French (Bailly abrégé)
θαυμαστῶ :
rendre étonnant ou admirable ; Pass. être regardé comme un prodige.
Étymologie: θαυμαστός.
Greek Monolingual
θαυμαστῶ, θαυμαστόω (AM, Μ και θαυμαστώνω) θαυμαστός
καθιστώ κάτι θαυμαστό, μεγαλύνω («ἐθαυμάστωσε κύριος τὸν ὅσιον αὐτοῦ», ΠΔ.)
μσν.
1. δίνω σε κάποιον τη δύναμη να κάνει θαύματα, κάνω κάποιον θαυματουργό
2. μέσ. θαυμαστοῦμαι, -όομαι και θαυμαστώνομαι
θαυμάζω, απορώ
αρχ.
παθ. θεωρούμαι ως κάτι θαυμαστό.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμαστόω: ποιῶ τι θαυμαστόν, μεγαλύνω, Εὐστ. Πονημ. 144. 75. - Παθ., θεωροῦμαι ὡς θαυμαστόν τι, ὡς θαῦμα, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 49 (Β), 6, Πλούτ. Περικλ. 28.