θαυματόεις
From LSJ
Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Invenit amicos hominibuspecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld
English (LSJ)
θαυματόεσσα, θαυματόεν, = θαυμαστός, Man.6.402.
German (Pape)
[Seite 1189] εσσα, εν, bewundernswürdig, Man. 6, 402.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμᾰτόεις: εσσα, εν, = θαυμαστός, Μανέθων 6. 402.
Greek Monolingual
θαυματόεις, -εσσα, -εν (Α)
θαυμαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + κατάλ. –όεις (πρβλ. αιματόεις, κυματόεις)].