θεοσυλία
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
ἡ, sacrilege, Ael. NA10.28: in plural, interpol. in Id.VH6.8.
German (Pape)
[Seite 1198] ἡ, Tempelraub, Ael. V. H. 6, 8 H. A. 10, 28.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pillage d'un sanctuaire, vol sacrilège.
Étymologie: θεοσύλης.
Greek (Liddell-Scott)
θεοσῡλία: ἡ, ἱεροσυλία, Αἰλ. π. Ζ. 10. 28· κατὰ πληθ., Ποικ. Ἱστ. 6. 8.
Greek Monolingual
θεοσυλία, ἡ (Α)
ιεροσυλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσύλας, κατά το ιεροσυλία].