θερειλεχής
From LSJ
Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor
English (LSJ)
θερειλεχές, for sleeping under in summer, πλάτανος Nic.Th.584.
German (Pape)
[Seite 1200] ές, zum Sommerlager bequem, πλάτανος, des Schattens wegen, Nic. Th. 585.
Greek (Liddell-Scott)
θερειλεχής: -ές, κατάλληλος πρὸς κατάκλισιν κατὰ τὸ θέρος (ἕνεκα τῆς σκιᾶς), πλάτανος Νικ. Θ. 385.
Greek Monolingual
θερειλεχής, -ές (Α)
αυτός που είναι κατάλληλος να ξαπλώσει κανείς στη σκιά του το καλοκαίρι («θερειλεχής πλάτανος», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρολεχής, κοινολεχής].