θετικισμός

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

ο
1. η φιλοσοφική θεωρία την οποία εισήγαγε ο Ωγκύστ Κοντ και κατά την οποία κάθε γνώση πρέπει να βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας και στη λογική και μαθηματική επεξεργασία τους, ενώ το ανθρώπινο πνεύμα πρέπει να παραιτηθεί από την προσπάθεια να γνωρίσει την ουσία τών πραγμάτων
2. φρ. α) «λογικός θετικισμός» — ο νεοθετικισμός
β) «νομικός θετικισμός» — θεωρία που υποστηρίζει την ανωτερότητα του θετικού δικαίου έναντι του φυσικού δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. positivisme (< positif «θετικός» + κατάλ. -isme). Η λέξη μαρτυρείται από το 1874 στον Δαμ. Χριστόπουλο].