θητώνιον
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
τό, (θής, ὦνος) hire, wages, Suid.:—hence θητωνέω, receive wages, prob. in IG22.1013.54.
German (Pape)
[Seite 1211] τό, Tagelohn, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
θητώνιον: τό, (ὦνος) «τὸ τοῖς μισθωτοῖς διδόμενον» Σουΐδ.: ― ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 54, ὁ Böckh διορθοῖ θητωνεῖν, λαμβάνειν μισθόν.
Greek Monolingual
θητώνιον, τὸ (Α)
μισθός, πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θής, γεν. θητ-ός + -ωνιον (< ώνιος «που μπορεί να αγοραστεί» < ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. επ-ώνιον, oψ-ώνιον].