θρασύφρων
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
θρασύφρον, gen. ονος, bold of mind, Opp.H.1.112.
German (Pape)
[Seite 1216] ον, kühnherzig, Opp. Hal. 1, 112 Qu. Sm. 1, 4, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύφρων: -ον, γεν. ονος, θρασὺς τὸ φρόνημα, τὸν νοῦν, Ὀππ. Ἁλ. 1. 112.
Greek Monolingual
θρασύφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα, ο γενναιόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -φρων (< φρην, -ενός), πρβλ. ά-φρων, παρά-φρων].