θυγατρογόνος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠγατρογόνος Medium diacritics: θυγατρογόνος Low diacritics: θυγατρογόνος Capitals: ΘΥΓΑΤΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: thygatrogónos Transliteration B: thygatrogonos Transliteration C: thygatrogonos Beta Code: qugatrogo/nos

English (LSJ)

θυγατρογόνον, begetting or bearing daughters, ib.7.212, al.

German (Pape)

[Seite 1221] eine Tochter erzeugend, Nonn. D. 7, 212. 12, 48 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

θῠγατρογόνος: -ον, γεννῶν κόρας, Νόνν. Δ. 7. 212., 12. 74, κτλ.

Greek Monolingual

θυγατρογόνος, -ον (Α)
αυτός που γεννά θυγατέρες, κόρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρ-ός) + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, δρυογόνος.