θωρακοειδής
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
θωρακοειδές, breastplate-shaped, ὕφασμα Ph.2.226.
German (Pape)
[Seite 1230] ές, harnischförmig, Philo.
Greek Monolingual
θωρακοειδής, -ές (Α)
αυτός που έχει σχήμα θώρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θώραξ, -κος + -ειδής (< είδος)].