ισχυρόφρων
From LSJ
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
Greek Monolingual
ἰσχυρόφρων, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρό φρόνημα, ο γενναίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γενναιόφρων, σώφρων].